ωκυεπης

ωκυεπης
    ὠκυεπής
    ὠκῠ-επής
    2
    быстро говорящий, с плавно льющейся речью
    

(Ἀπόλλων Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ωκυεπης" в других словарях:

  • ωκυεπής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ επής] …   Dictionary of Greek

  • ὠκυεπῆ — ὠκυεπής quick speaking neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὠκυεπής quick speaking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὠκυεπής quick speaking masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • ωκύλαλος — ον, Α ὠκυεπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. ὀξύ λαλος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»